-
1 καρπός
καρπός, ὁ (mit κάρφω zusammenhangend), 1) die Frucht; häufig durch Zusätze näher bestimmt, ἀρούρης, Feldfrucht, Getreide, Il. 6, 142, wie καρπὸν δ' ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα Hes. O. 117; ἐλαίας Pind. N. 10, 65, wie Aesch. Pers. 609; βύβλο υ Suppl. 772; γαίας καὶ βροτῶν Eum. 867; χρύσεον πετάλων ἄπο μηλοφόρων χερὶ καρπὸν ἀμέρξων Eur. Herc. Fur. 397; Δηοῦς, Getreide, Ar. Plut. 515; vom Weine, μελιηδής Il. 18, 568; Δήμ ητρος Xen. Hell. 6, 3, 6; ἀμπέλινος Her. 1, 212; Feldfrucht, im Ggstz von Wein, Ar. Eccl. 14 Nubb. 1119; δένδρων Plat. Prot. 321 b; τὸν τῶν πυρῶν καὶ κριϑῶν καρπόν Menex. 238 a; τοὺς ἐκ τῆς γῆς καρπο ύς Crat. 410 c; τὸν ἐπέτειον καρπόν (collectiv) ἀφαιρεῖσϑαι Rep. V, 470 b; Sp., ξύλινοι, σιτικοὶ καρποί, Strab. V, 240; – Fruchtkorn, Samen, Xen. Oec. 16, 11. – Auch die Erzeugnisse der Thierwelt, τοῖς καρποῖς τοῖς γιγνομένοις ἐκ τῶν ἀγελῶν Xen. Cyr. 1, 1, 2, wie die Wolle μήλων εὐανϑὴς κ. heißt, Opp. H. 2, 22; Sp. auch Kinder, Hesych. – Uebertr. auf Geistiges, Frucht, Nutzen, Vortheil, Erfolg, ἐπέων Pind. I. 7, 45, φρενός, φρενῶν, die Dichtkunst, des Geistes Frucht, Ol. 7, 8 P. 2, 74; ἥβας καρπός P. 9, 114; γλώσσης ματαίας μὴ 'κβάλῃς ἐπὶ χϑόνα καρπόν, von bösen Reden, Aesch. Eum. 795; εἰ καρπὸς ἔσται ϑεσφάτοισι Λοξίου, wenn sie Erfolg haben, in Erfüllung gehen, Spt. 600; οὐκ ἐξάγουσι καρπὸν οἱ ψευδεῖς λόγοι Soph. frg. 717; δεινῶν ὀδυνῶν καρπός Eur. El. 1346; ποῖόν τινα οἴει τὴν ῥητορικὴν καρπὸν ὧν ἔσπειρε ϑερίζειν Plat. Phaedr. 260 c; ἀποτελεῖ καρπὸν τοῖς γεννήσασι πικρότατον Ep. VII, 336 b; Ertrag von einem Hause, Is. 5, 29; Sp., τῆς ν κης Hdn. 8, 3, 15. – 2) die Handwurzel, die Gegend um die Knöchel, durch welche die Hand mit dem Ellenbogen zusammenhängt, Il. 24, 671 Od. 24, 397 u. öfter; gew. faßt Einer den Andern an diesem Theile bei der Hand; χειρός Eur. Ion 1009, öfter. Vgl. Arist. H. A. 1, 15.
См. также в других словарях:
Φοίνικες — Αρχαίος σημιτικός λαός που κατοικούσε από τις αρχές της 3ης χιλιετίας στην περιοχή που οι Έλληνες ονόμασαν Φοινίκη και βρισκόταν στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, στα Β του όρους Καρμήλου, μεταξύ Παλαιστίνης και Συρίας. Προϊστορικά ευρήματα… … Dictionary of Greek
βίβλινος — και βύβλινος (Α) 1. (για γραφική ύλη) ο κατασκευασμένος από πάπυρο 2. φρ. «βίβλινος οἶνος» ονομασία κρασιού από θρακικά αμπέλια, από τη Νάξο ή τη Βύβλο της Φοινίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίβλος, βύβλος. Η λ. βίβλινος στη φρ. «βίβλινος οίνος» αβέβαιης… … Dictionary of Greek
βύβλινος — βύβλινος, η, ον (AM) κατασκευασμένος από βύβλο, από πάπυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βύβλος (βλ. βίβλινος)] … Dictionary of Greek
βύβλος — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Φοινικική πόλη, στις ακτές του Λιβάνου, μεταξύ της Βηρυττού και της Τρίπολης της Συρίας. Λεγόταν επίσης Γεβέλ, Γάβουνα ή Γαβών. Θεωρείται από τις αρχαιότερες πόλεις του κόσμου και, σύμφωνα με την παράδοση, χτίστηκε … Dictionary of Greek
λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία … Dictionary of Greek
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek
φίλων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φ. ο Αθηναίος. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα επί Τριάκοντα Τυράννων και πήγε στον Ωρωπό, απ’ όπου έκανε επιδρομές εναντίον της πόλης. Όταν γύρισε, κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής. Εναντίον του στρέφεται ο 31ος… … Dictionary of Greek
Ακυλίνα — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Συναθλήτρια του διακόνου Ρουφίνου. Τιμάται στις 7 Απριλίου. 2. Συναθλήτρια της αγίας Καλλίνικης. Προτού εκχριστιανιστούν ήταν γυναίκες ελευθέρων ηθών. Προσηλυτίστηκαν στον χριστιανισμό από τον… … Dictionary of Greek