Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

βύβλο υ

См. также в других словарях:

  • Φοίνικες — Αρχαίος σημιτικός λαός που κατοικούσε από τις αρχές της 3ης χιλιετίας στην περιοχή που οι Έλληνες ονόμασαν Φοινίκη και βρισκόταν στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, στα Β του όρους Καρμήλου, μεταξύ Παλαιστίνης και Συρίας. Προϊστορικά ευρήματα… …   Dictionary of Greek

  • βίβλινος — και βύβλινος (Α) 1. (για γραφική ύλη) ο κατασκευασμένος από πάπυρο 2. φρ. «βίβλινος οἶνος» ονομασία κρασιού από θρακικά αμπέλια, από τη Νάξο ή τη Βύβλο της Φοινίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίβλος, βύβλος. Η λ. βίβλινος στη φρ. «βίβλινος οίνος» αβέβαιης… …   Dictionary of Greek

  • βύβλινος — βύβλινος, η, ον (AM) κατασκευασμένος από βύβλο, από πάπυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βύβλος (βλ. βίβλινος)] …   Dictionary of Greek

  • βύβλος — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Φοινικική πόλη, στις ακτές του Λιβάνου, μεταξύ της Βηρυττού και της Τρίπολης της Συρίας. Λεγόταν επίσης Γεβέλ, Γάβουνα ή Γαβών. Θεωρείται από τις αρχαιότερες πόλεις του κόσμου και, σύμφωνα με την παράδοση, χτίστηκε …   Dictionary of Greek

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… …   Dictionary of Greek

  • φίλων — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φ. ο Αθηναίος. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα επί Τριάκοντα Τυράννων και πήγε στον Ωρωπό, απ’ όπου έκανε επιδρομές εναντίον της πόλης. Όταν γύρισε, κατόρθωσε να εκλεγεί βουλευτής. Εναντίον του στρέφεται ο 31ος… …   Dictionary of Greek

  • Ακυλίνα — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Συναθλήτρια του διακόνου Ρουφίνου. Τιμάται στις 7 Απριλίου. 2. Συναθλήτρια της αγίας Καλλίνικης. Προτού εκχριστιανιστούν ήταν γυναίκες ελευθέρων ηθών. Προσηλυτίστηκαν στον χριστιανισμό από τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»